- χαριεντότης
- -ητος, ἡ, Α [χαρίεις, -εντος]κομψός τρόπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαριεντότητα — χαριεντότης gracefulness of manner fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριεντότητας — χαριεντότης gracefulness of manner fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)